τροχοδρομώ

τροχοδρομώ
taxi

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τροχοδρομώ — Ν (για αεροπλάνο) κινούμαι με τους τροχούς στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + δρομώ (< δρομος < δρόμος), πρβλ. σταδιο δρομώ] …   Dictionary of Greek

  • τροχοδρόμηση — η, Ν [τροχοδρομώ] η κίνηση τού αεροπλάνου στο έδαφος πάνω στους τροχούς κατά την απογείωση και την προσγείωσή του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”